ροδισμός

ροδισμός
ὁ, Α [ῥοδίζω]
στολισμός τών τάφων με ρόδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροδίσια — τὰ, Α [ροδίζω] ο ροδισμός* …   Dictionary of Greek

  • ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] …   Dictionary of Greek

  • ρουσάλια — και ροζάλια, τα / ῥουσάλια και ῥοζάλια, ΝΜ γνωστή στο Βυζάντιο εορτή, που γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ονομάστηκε και ημέρα τών ρόδων και ροδισμός, είχε την προέλευσή της στη ρωμαϊκή λατρεία ως γιορτή τής άνοιξης, αλλά με την πάροδο τού… …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”